- διδαχῇ
- διδαχήteachingfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδαχή — teaching fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… … Dictionary of Greek
διδαχή — η καθοδήγηση που αποβλέπει στη νουθεσία, διδασκαλία, θρησκευτικός λόγος: Η διδαχή των λόγων του Χριστού γίνεται στο κατηχητικό σχολείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδαχῆι — διδαχῇ , διδαχή teaching fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαχαῖς — διδαχή teaching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαχαί — διδαχή teaching fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαχῆς — διδαχή teaching fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαχήν — διδαχή teaching fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαχῶν — διδαχή teaching fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
«ДИДАХЕ» — [греч. Διδαχὴ (τῶν δώδεκα ἀποστόλων) учение (12 апостолов)], раннехристианский памятник, содержащий уникальные сведения о церковной жизни, богословии и нравственном учении апостольской эпохи. Текстология Иерусалимская рукопись Колофон с… … Православная энциклопедия